- παλαιοπαθολογία
- ηβιολ. η μελέτη τών παθολογικών χαρακτήρων που παρατηρούνται σε ανθρώπινα απολιθώματα με την εξέταση τού σκελετού, όπως λ.χ. διαφόρων κακώσεων, οστεοπαθειών κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paleopathology (< παλαιο-* + παθολογία)].
Dictionary of Greek. 2013.